Μονάχα ἕνα σκυλὶ κι ἐγὼ κοιτάζαμε.
Τὸ ποτάμι νὰ φεύγει ὅπως ὁ πεθαμένος
γύρω γονατισμένα τὰ βουνὰ
ἐκεῖνο τὸ κουρέλι
μαῦρο ἀνεμίζοντας στὰ σύρματα
καὶ κοντὰ στὰ βοῦρλα μιὰ λιωμένη ἀρβύλα.
Κι ἀνάμεσα σὲ τοῦτες τὶς εἰκόνες
πάλι τὰ πολυβόλα στὴν καταχνιὰ
πάλι ὁ θάνατος ἡ ἀκρίδα
πηδώντας ἀπὸ κορμὶ σὲ κορμὶ
πάλι νὰ χάνω τὸν τόπο
νὰ μὴν ξέρω ποῦ βρίσκομαι
ἐδῶ ἢ ἐκεῖ
στὸ ἄλλο ποτάμι, σὲ τοῦτα τὰ βουνὰ
σὲ τοῦτο τὸ χαντάκι, σὲ κεῖνα τὰ πλατάνια
ἐδῶ ἢ ἐκεῖ
ἀκούγοντας κάποιον νὰ μοῦ φωνάζει
ἀπ’ τὴν ἀντικρινὴ ὄχθη
χωρὶς νὰ ξεχωρίζω
μήτε τὴ φωνὴ μήτε τὸν ἄνθρωπο.
Ποιὰ φωνὴ καὶ ποιὸς ἄνθρωπος;
Αὐτὸς ποὺ τὸν σκοτώνουν
αὐτὸς ποὺ μᾶς σκοτώνει;
Μονάχα ἕνα σκυλὶ κι ἐγὼ κοιτάζαμε.
Κατεβαίνοντας τώρα
ἐκεῖ ποὺ δὲν ἦταν τίποτε
νὰ κοιτάξουμε.
Painting :Homecoming – Hans Adolf Buhler-1936

