ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ.
ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.
Οδός εις Μάντουαν.
(Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Εάν του Ύπνου ημπορώ το ‘μάτι να πιστεύσω,
τα όνειρά μου είδησιν χαροποιάν προλέγουν.
Αισθάνομαι ‘ς τον θρόνον του ελαφροκαθισμένον
τον κύριον του στήθους μου. Κι απ’ την αυγήν ως τώρα
μια ασυνείθιστη χαρά ανοίγει την καρδιάν μου,
κι από την γην με στοχασμούς φαιδρούς μ’ ανασηκόνει.
Απόψε την γυναίκα μου την είδα στ’ όνειρόν μου,
ωσάν να ήρχετο εδώ να με ιδή· και μ’ ηύρεν
αποθαμμένον (όνειρον παράδοξον! ν’ αφίνη
να συλλογήται ο νεκρός)· κι’ αυτή με τα φιλιά της
τόσην εφύσησε ζωήν εις τα νεκρά μου χείλη,
ώστε ανέζησα εγώ, και ήμουν βασιλέας.
Αχ! Τι απόλαυσις γλυκειά η ζωντανή αγάπη,
αν της αγάπης η σκιά τόσην χαράν χαρίζη!
(Εισέρχεται ο ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Απ’ την Βερώναν μήνυμα! Τι γίνεσαι, Βαλτάσσαρ;
Του καλογήρου γράμματα μου φέρνεις; δόσε μου τα.
Πώς είναι η γυναίκα μου; Τι κάμνουν οι γονείς μου,
Τι κάμν’ η Ιουλιέτα μου; Το ερωτώ και πάλιν.
Όταν εκείν’ ήναι καλά, κανείς κακά δεν είναι.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Λοιπόν εκείν’ είναι καλά, κ’ είναι καλά τα πάντα·
‘ς τον τάφον των προγόνων της το σώμα της κοιμάται,
κ’ η άυλή της η ψυχή πετά με τους αγγέλους.
Εξαπλωμένην νεκρικά την είδα εις το μνήμα,
κ’ ήλθα εδώ να σου το ‘πώ. Συγχώρησε, αυθέντα,
αν φέρνω είδησιν κακήν. Το πρόσταγμά σου κάμνω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Αυτό μου έμελε; Λοιπόν, δεν σας ψηφώ, αστέρια! —
Πήγαιν’ εκεί που κατοικώ· χαρτί να γράψω θέλω·
κ’ ενοίκειασέ μου άλογα. Αναχωρώ απόψε.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Υπομονή, αυθέντα μου. Το πρόσωπόν σου είναι
αγριευμένον και χλωμόν. Φοβούμαι μη ξεσπάση
καμμία νέα συμφορά.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Μην έχης τέτοιον φόβον.
Πήγαινε τώρα· άφες με, κι’ ό,τι σου είπα κάμε.
Του καλογήρου γράμματα δεν έχεις να μου δώσης;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Όχι, αυθέντα μου καλέ, δεν έχω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Δεν πειράζει.
Τρέξε να εύρης άλογα. Ευθύς κ’ εγώ θα έλθω.
(Απέρχεται ο Βαλτάσσαρ).
Απόψε, Ιουλιέτα μου, μαζή σου θα πλαγιάσω!
Πλην πώς να γίνη; — Ω! ‘ς τον νουν ενός απελπι-
[σμένου
τι γρήγορα που το κακόν εμβαίνει! — Ενθυμούμαι,
εδώ πλησίον κατοικεί ένας φαρμακοπώλης.
Προχθές τον είδα. Βότανα εμάζευε σκυμμένος,
με ξεσχισμένον φόρεμα, με φρύδια σουφρωμένα·
τον είχε ως το κόκκαλον η πτώχεια φαγωμένον.
Και εις του ξεπεσμένου του εργαστηρίου τους τοίχους
χελώναν είχε κρεμαστήν, και δέρμα κροκοδείλου
βαλσαμωμένον, και πετσιά ψαριών φρικωδεστάτων·
κι’ ανάρια ‘ς το τραπέζι του αραδιασμένα ήσαν
άδεια κουτιά, και πράσινα αγγεία χωματένια,
και φούσκαις κατακίτριναις, και μουχλιασμένοι σπόροι,
και τριαντάφυλλα παστά, κι’ απομεινάρια σπάγγου.
Κ’ εγώ επαρατήρησα την πτώχειαν του, και είπα:
Εάν ευρίσκεται κανείς να χρειασθή φαρμάκι,
αυτός ο άθλιος εδώ θα του το επωλούσε,
κι ας τιμωρή τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.
Ωσάν να το επρόβλεπα πως θα τον λάβω χρείαν!
Εδώ νομίζω κατοικεί· αλλά το εργαστήρι
είναι κλειστόν. Έχει εορτήν. — Εσύ, φαρμακοπώλη!
(Εισέρχεται ο φαρμακοπώλης).
ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
Ποιος κράζει τόσον δυνατά;
ΡΩΜΑΙΟΣ
Έλα εδώ, καλέ μου.
Πτωχός μου φαίνεσαι. Ιδού· λάβε φλωριά σαράντα.
Θέλω φαρμάκι δυνατόν, να ενεργή αμέσως,
κι’ άμα σταις φλέβαις σκορπισθή νεκρόν να τον αφίνη
εκείνον που βαρέθηκε να ζη, και θα το πάρη.
Από το σώμα την ζωήν το θέλω να την διώχνη
διά μιας, ορμητικά, καθώς ορμά κ’ εβγαίνει
από τα σπλάγχνα κανονιού πυρίτις αναμμένη.
ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
Φαρμάκι έχω δυνατόν, καθώς το θέλεις· όμως
τον τιμωρεί τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Τόσον πτωχός και ελεεινός, και θάνατον φοβάσαι;
‘ς τα μάγουλά σου φαίνεται ζωγραφισμένη η πείνα·
‘ς τα λιμασμένα ‘μάτια σου η στέρησις’ κ’ η πτώχεια·
‘ς την ράχιν σου η ζητανιά κι’ ο εξευτελισμός σου·
ο Νόμος δεν σε αγαπά, κι’ ο κόσμος δεν σε θέλει·
Νόμον να γίνης πλούσιος ο κόσμος δεν τον έχει·
λοιπόν, τον Νόμον πάτησε και πάρε, να πλουτήσης.
ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
Τα δέχεται η πτώχεια μου, η θέλησίς μου όχι.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Όχι την θέλησιν κ’ εγώ, την πτώχειαν σου πληρόνω.
ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
Πάρε αυτό και χύσε το ‘ς ό,τι πιοτόν κι’ αν ήναι,
και πιέ το. Είκοσι ανδρών την δύναμιν να έχης,
αμέσως οπού το γευθής, ευθύς σε τελειόνει.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Να τα φλωριά. Χειρότερον φαρμάκι τούτο είναι,
εις τον βρωμόκοσμον αυτόν πλειότερον σκοτόνει,
από αυτό, που να πωλής ο Νόμος σ’ εμποδίζει.
Εγώ φαρμάκι σου πωλώ, κι’ όχι εσύ εμένα!
Ώρα καλή. Αγόρασε ψωμί να κάμης σάρκα. —
Έλα εσύ, ω ιατρικόν, όχι φαρμάκι· έλα· εκεί, στης Ιουλιέτας μου
τον τάφον θα σε πάρω!
(Εξέρχονται).
ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.
Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου.
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ, εισερχόμενος.
Ω άγιε καλόγηρε, ω αδελφέ, πού είσαι;
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, εισερχόμενος.
‘Σάν την φωνήν μου φαίνεται του πάτερ Ιωάννου.
Καλώς ‘τον απ’ την Μάντουαν! Τι λέγει ο Ρωμαίος;
Αν σ’ έδωσε απόκρισιν γραμμένην, δος το γράμμα.
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
Του τάγματός μας μοναχόν επήγα να ζητήσω,
νάχω ‘ς τον δρόμον σύντροφον (53)· κ’ εκεί όπου τον ηύρα
να περιθάλπη ασθενείς, διά μιας πλακόνουν
οι φύλακες της πόλεως· επήραν υποψίαν
μη έπεσε θανατικόν, κ’ εσφράγισαν τας θύρας,
και μας εκλείδωσαν εκεί ‘ς το μολυσμένον σπίτι,
κ’ εμένα εις την Μάντουαν μ’ εμπόδισαν να ‘πάγω.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Με ποίον έστειλες λοιπόν το γράμμα ‘ς τον Ρωμαίον;
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
Δεν ήτο τρόπος να σταλθή. Ιδού· εδώ το έχω
ούτε μου ήτο δυνατόν να σου το στείλω ‘πίσω.
Τόσος τους έπιασε πολύς επιδημίας φόβος.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ω συμφορά! Το γράμμα μου ασήμαντον δεν ήτο,
αλλ’ είχε, μα το ράσον μου, μεγάλην σημασίαν,
και ίσως η αναβολή κακόν μεγάλον φέρη.
Πήγαινε τώρα, πήγαινε, ω πάτερ Ιωάννη,
εύρε λοστόν, και φέρε τον αμέσως ‘ς το κελλί μου.
ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
Ευθύς τον φέρνω.
(Απέρχεται).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Μόνος μου θα τρέξω εις το μνήμα.
Η Ιουλιέτα ξυπνητή θα ήναι εις τρεις ώραις.
Θα έχη εναντίον μου παράπονον μεγάλον,
πως ο Ρωμαίος είδησιν ακόμη να μη λάβη.
Αλλά θα στείλω γράμματα ‘ς την Μάντουαν και πάλιν,
κ’ έως να έλθη ο άνδρας της την κρύπτω ‘ς το κελλί μου.
Καϋμένον πτώμα ζωντανόν, με τους νεκρούς θαμμένον!
(Απέρχεται).
ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.
Κοιμητήριον· εν αυτώ το οικογενειακόν των Καπουλέτων
μνημείον.
(Εισέρχεται ο ΠΑΡΗΣ, και ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ του φέρων άνθη και δαυλόν).
ΠΑΡΗΣ
Δος τον δαυλόν και πήγαινε. Παράμερα τραβήξου.
Ή σβύσε τον καλλίτερα. Να με ιδούν δεν θέλω.
Εσύ ‘ξαπλώσου καταγής ‘ς τα έλατα αποκάτω,
κ’ έχε τ’ αυτί σου κολλητόν κάτω ‘ς την γην την κούφιαν
απ’ το συχνόν το σκάψιμον είν’ άστρωτον το χώμα,
και αν ‘ς το κοιμητήριον κανείς περιπατήση,
θα τον ακούσης. Σφύριξε αμέσως που ακούσης.
Δόσε μου τ’ άνθη. Πήγαινε, και κάμε όπως είπα.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, καθ’ εαυτόν.
Φοβούμαι ολομόναχος ‘ς τους τάφους· πλην θα μείνω.
(Απομακρύνεται).
ΠΑΡΙΣ
Σκορπίζω άνθη, άνθος μου, ‘ς την νυμφικήν σου κλίνην,
αλλοίμονον, με χώματα στρωμένην και με πέτραις!
Ταις νύκταις με ροδόσταγμα εγώ θα την ραντίζω,
κι’ αν λείψη το ροδόσταγμα, με δάκρυα πικρά μου.
Το μοιρολόγι μου αυτό θα έχης κάθε νύκτα,
να έρχωμαι ς’ τον τάφον σου, να ραίνω και να κλαίω.
(Σφυρίζει ο ακόλουθος).
Α! το παιδί μ’ ειδοποιεί· θα πλησιάζη κάποιος.
Ποιος είν’ αυτός που έρχεται μ’ ανόσιον ποδάρι,
και μου χαλνά την νεκρικήν πομπήν του Έρωτός μου;
Κρατεί ‘ς το χέρι του δαυλόν. Ω νύκτα, σκέπασέ με!
(Εξέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ και ο ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ κρατών δαυλόν,
μοχλόν και αξίνην).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Δος μου, Βαλτάσσαρ, τον μοχλόν και την αξίνην δος μου.
Το γράμμα τούτο δόσε το ‘ς τα χέρια του πατρός μου
πρωί πρωί. Δος μου το φως. Αν θέλης την ζωήν σου,
ό,τι κι’ αν τύχη να ιδής και ό,τι κι’ αν ακούσης,
μη πλησίασης κύτταξε και μη με διακόψης!
Έχω σκοπόν να καταιβώ ‘ς την κλίνην του θανάτου,
διότι και το πρόσωπον της γυναικός μου θέλω
να το ιδώ, κι’ απ’ το νεκρόν το χέρι της να πάρω
το δακτυλίδι που φορεί· πολύτιμόν μου είναι
και έχω λόγον ακριβόν που θέλω να το έχω.
Πλην αν γυρίσης και βαλθής να με παραμονεύσης,
μα τον Θεόν, τα μέλη σου κομμάτια θα τα κάμω,
να τα σκορπίσω εις αυτούς τους πεινασμένους τάφους!
Είν’ οι σκοποί μου άγριοι, όσον κ’ η ώρα τούτη·
ακόμη πλέον τρομεροί και εξαγριωμένοι
απ’ ωργισμένην θάλασσαν, ή τίγριν πεινασμένην!
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
θα τραβηχθώ, αυθέντα μου, και δεν θα σε ταράξω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Με τούτο την αγάπην σου θα μου την αποδείξης.
Πάρε αυτά,
(Τω δίδει το βαλάντιόν του)
και πήγαινε, και ο Θεός μαζή σου!
Ώρα καλή σου, φίλε μου.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Ας λέγη ό,τι θέλει,
εδώ τριγύρω θα κρυφθώ· δεν φεύγω· με τρομάζει
το ‘μάτι του· κάτι κακόν έχει ‘ς τον νουν φοβούμαι.
(Αποσύρεται).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ω στόμα μαύρον και φρικτόν! ω σπλάγχνον του θανάτου,
με τ’ ακριβώτερον κορμί του κόσμου χορτασμένον!
Ιδού, πώς τα σαγόνια σου τα σάπια θα τ’ ανοίξω,
κι’ άλλην τροφήν ‘ς τα δόντια σου να χώσω στανικώς σου!
(Ανοίγει την θύραν του μνημείου).
ΠΑΡΗΣ
Αυτός είν’ ο εξόριστος Μοντέκης, ο αυθάδης,
εκείνος οπού έχυσε το αίμα του Τυβάλτη,
και ν’ αποθάνη έκαμε τ’ ωραίον τούτο πλάσμα
από την λύπην. Κ’ έρχεται ακόμη να υβρίση
και τα θαμμένα των κορμιά! Να τον συλλάβω πρέπει. —
Σταμάτησε το έργον σου, ανόσιε Μοντέκη!
Και πέραν απ’ τον θάνατον εκδίκησιν γυρεύεις;
Κατάδικε τρισάθλιε, σε συλλαμβάνω. Έλα,
υπάκουσέ με· πήγαινε μαζή μου. Θ’ αποθάνης!
ΡΩΜΑΙΟΣ
Ναι· ο σκοπός μου είν’ αυτός αλήθεια! Ν’ αποθάνω! —
Απελπισμένον άνθρωπον μη ερεθίζης, νέε·
φύγε· ω! φύγε απ’ εδώ και άφες με. Φοβήσου
αυτούς εδώ που κείτονται. Παρακαλώ σε νέε,
μη μ’ αγριεύης, μη ζητής και άλλην αμαρτίαν
επάνω ‘ς το κεφάλι μου να μου επισωρεύσης.
Φύγε, σου λέγω· σ’ αγαπώ καλλίτερ’ απ’ εμένα.
Κακόν δεν θέλω κανενός παρά του εαυτού μου.
Μη μένης· φύγε γρήγορα. Ζήσε να λέγης, ότι
ένας τρελλός ευσπλαγχνικός σ’ εβίασε να φύγης.
ΠΑΡΗΣ
Δεν τα ψηφώ τα λόγια σου και τους εξορκισμούς σου,
κι’ ως άνθρωπον παράνομον εδώ σε συλλαμβάνω.
ΡΩΜΑΙΟΣ
Πόλεμον θέλεις και καλά; Ιδού λοιπόν!
(Μάχονται).
Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Θεέ μου!
Σπαθιαίς! Τους νυχτοφύλακας ας τρέξω να φωνάξω.
(Απέρχεται).
ΠΑΡΗΣ
Μ’ εσκότωσες! ‘σπλαγχνίσου με, και άνοιξε το μνήμα,
κ’ εξάπλωσέ με νεκρικά κοντά ‘ς την Ιουλιέταν.
(Αποθνήσκει).
ΡΩΜΑΙΟΣ
Καλά· σου το υπόσχομαι. Να σε ιδώ, ποιος είσαι;
Του Μερκουτίου ο καλός ο συγγενής, ο Πάρης!
Τι μ’ έλεγεν ο δούλος μου ‘ς τον δρόμον; και τα λόγια
δεν τα επρόσεχα εγώ ‘ς την ταραχήν μου μέσα;
Ο Πάρης να στεφανωθή την Ιουλιέταν ήτον;
Αυτό μου είπε; ή εγώ το είδα στ’ όνειρόν μου;
Ή επειδή επρόφερεν ο Πάρης τ’ όνομά της,
τα εφαντάσθηκεν αυτά ο σαλευμένος νους μου; —
Δος μου το χέρι. Είμεθα κ’ εγώ και συ, καϋμένε,
μαζή γραμμένοι ‘ς το πικρόν της συμφοράς βιβλίον!
Δος μου το χέρι σου. Εγώ εσένα θα σε θάψω
εις μνήμα θριαμβευτικόν… εις μνήμα; όχι! Φάρον!
διότι αναπαύεται εδώ η Ιουλιέτα,
κ’ η ευμορφιά της χύνει φως στου τάφου ταις καμάραις!
Εδώ ‘ξαπλώσου, ω νεκρέ! ένας νεκρός σε θάπτει.
(Καταθέτει τον Πάρην εντός του τάφου).
Πολύ συχνά ο άνθρωπος ‘ς το ψυχομαχητόν του
αισθάνεται χαρούμενος, και οι τριγυρινοί του
το ονομάζουν αστραπήν προ του θανάτου τούτο.
Ιδού, κ’ εμένα είν’ αυτό η αστραπή μου τώρα!
Αγάπη μου, γυναίκα μου! Ω! της αναπνοής σου
το μέλι το ερρούφησεν ο Θάνατος· αλλ’ όμως
ακόμη δεν εκάλυψε την ωραιότητά σου,
ακόμη δεν σ’ ενίκησε. Το κόκκινόν της χρώμα
ακόμη αξεδίπλωτον το έχ’ η ωραιότης
επάνω εις τα χείλη σου και εις τα μάγουλά σου·
του Χάρου δεν τα ‘σκέπασεν η κίτρινη σημαία!
Εις το αιματωμένον σου το σάβανον, Τυβάλτη,
εδώ κοιμάσαι· τι ζητείς; τι άλλην χάριν θέλεις
από το χέρι πώκοψε τα νειάτα σου ‘ς την μέσην,
παρά να κόψη την ζωήν αυτήν, που εμισούσες;
Συγχώρησέ με εξάδελφε! — Αχ, Ιουλιέτα, φως μου,
πως είσαι τόσον εύμορφη ακόμη; Μη αλήθεια
ο Θάνατος ο άυλος ερωτευμένος είναι;
Μήπως το αποτρόπαιον, το άσαρκον το τέρας
εδώ ‘ς το σκότος σε κρατεί, να σ’ έχη ερωμένην;
Από τον φόβον μου εδώ, μαζή σου θ’ απομείνω.
Ποτέ δεν φεύγω απ’ αυτό του Σκότους το παλάτι.
Εδώ θα μένω πάντοτε μαζή με τα σκουλήκια,
που έχεις συνοδείαν σου. Εδώ, εδώ θα εύρω
αιώνιον ανάπαυσιν. Εδώ θ’ αποτινάξω
απ’ το τυραννισμένον μου κι’ απηυδισμένον σώμα,
τον βαρυτράχηλον ζυγόν του άστρου του κακού μου!
Ιδέτε ύστερην φοράν, ω ‘μάτια μου! Χαρήτε
το ύστερον αγκάλιασμα, ω χέρια μου! Ω χείλη,
εσείς, ω θύραις της πνοής, μ’ ένα σεμνόν φιλί σας
σφραγίσετε το πάκτωμα, που κάμνω με τον Χάρον!
Έλα, πικρέ μου οδηγέ, τον δρόμον να μ’ ανοίξης.
Απελπισμένε ναύκληρε, ω! έλα να συντρίψης
‘ς τους βράχους το καράβι μου το θαλασσοδαρμένον!
Καλώς σε ηύρα αγάπη μου!
(Πίνει το δηλητήριον)
Πιστέ φαρμακοπώλη,
το ιατρικόν σου δεν αργεί. — Μ’ ένα φιλί ‘πεθαίνω.
(Αποθνήσκει).
(Εισέρχεται εκ της ετέρας πλευράς του κοιμητηρίου ο ΠΑΤΕΡ
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, φέρων λύχνον, μοχλόν και αξίνην).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Βοήθειά μου ο Θεός! πόσαις φοραίς απόψε
εσκόνταψαν τα πόδια μου εις τάφους. — Ποίος είσαι;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Πάτερ Λαυρέντιε, εγώ, φίλος και γνώριμός σου.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ευλογητός! Δεν μ’ εξηγείς, τι φως εκεί του κάκου
φωτίζει μαυροσκούληκα κι’ αόμματα κρανία;
Του Καπουλέτου είν’ εκεί ο τάφος, αν δεν σφάλλω.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Ο κύριός μου είν’ εκεί, ω άγιέ μου πάτερ,
ο νέος οπού αγαπάς.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ποιος είναι;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Ο Ρωμαίος.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Προ πόσης ώρας είν’ εκεί;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
θα ήναι ‘μισή ώρα.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
‘Σ τον τάφον ακολούθει με.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Φοβούμαι να σ’ ακούσω
Ο κύριός μου αγνοεί πως είμ’ εδώ ακόμη,
και μ’ εφοβέρισε φρικτά πως αν παραμονεύσω
θα με σκοτώση.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Μείν’ εδώ· εγώ πηγαίνω μόνος.
Ω! τρέμω μήπως έγεινε καμμία δυστυχία.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Απεκοιμήθηκα εκεί ‘ς τα έλατ’ αποκάτω,
και μέσα εις τον ύπνον μου ‘σαν όνειρον τον είδα
μ’ ένα εδώ να πολεμά, και να τον θανατόνη.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, προχωρών.
Ρωμαίε! — Ω, αλλοίμονον! Τι αίμα κηλιδόνει
τα μαρμαρένια πρόθυρα αυτού εδώ του τάφου;
Εδώ τι θέλουν τα σπαθιά τα αιματοβαμμένα,
γυμνά ριχμένα καταγής ‘ς τον τόπον της Ειρήνης;
(Ακούεται θόρυβος έξωθεν).
Α! ο Ρωμαίος! τι ωχρός! Ποιος άλλος; και ο Πάρης!
και βουτημένος στ’ αίματα! Τι ώρα ωργισμένη,
τι θρήνος!… Ω! εσάλευσεν η Ιουλιέτα.
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πάτερ,
ω πάτερ μου παρήγορε, ο άνδρας μου πώς είναι;
Το ενθυμούμαι καθαρά πού έπρεπε να ήμαι·
ηξεύρω πού ευρίσκομαι. Πού είναι ο Ρωμαίος;
(Ακούεται θόρυβος έξωθεν).
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ακούω κρότον. — Κόρη μου, να φύγης και φωληάζει
εδώ αρρώστια, θάνατος, και ύπνος χωρίς τέλος.
Μια Δύναμις, που δεν ‘μπορεί κανείς να την νικήση,
ανέτρεψε τα σχέδια και τους σκοπούς μας. Έλα!
Νεκρός o άνδρας σου εδώ ‘ς την αγκαλιάν σου είναι·
νεκρός κι’ ο Πάρης. Φεύγωμεν. Θα σε τοποθετήσω
εις μοναστήρι άγιον καλογρηών. Μη στέκης·
μη μ’ ερωτάς. — Eπλάκωσαν οι φύλακες! ω! έλα,
γρήγορα, φύγε!
(Θόρυβος έξωθεν).
Δεν τολμώ πλειότερον να μείνω.
(Εξέρχεται).
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Πήγαινε, φύγε απ’ εδώ· αλλά εγώ δεν φεύγω.
Τι έχεις, άνδρα μου γλυκέ, ‘ς το χέρι σου σφιγμένον;
Ποτήρι; Σ’ εθανάτωσε παράκαιρα φαρμάκι!
Όλον το ‘πήρες, ω κακέ; δεν άφησες κ’ εμένα
σταλαγματιάν, κατόπιν σου να έλθω; θα φιλήσω
τα χείλη σου. Επάνω των ίσως φαρμάκι μένει,
και με το βάλσαμον αυτό ‘μπορέσω ν’ αποθάνω.
(Τον ασπάζεται).
Είναι τα χείλη σου ζεστά!
ΦΥΛΑΞ, έξωθεν.
Οδήγει μας. Πού είναι;
ΙΟΥΛΙΕΤΑ
Έρχοντ’ εδώ. Να μην αργώ.
(Αρπάζει το εγχειρίδιον του Ρωμαίου)
Καλότυχον μαχαίρι,
χώσου εδώ και σκούριαζε, και δος μου ν’ αποθάνω!
(Αυτοχειριάζεται και πίπτει επί του πτώματος του Ρωμαίου).
(Εισέρχονται οι νυκτοφύλακες και ο ακόλουθος του Πάρη).
Ο ΑΚΟΛΟΥθΟΣ
Ιδού το μέρος. Κάτω ‘κεί· κοντά ‘ς το φως εκείνο.
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Γεμάτη αίματα η γη! — ‘ς τα μνήματα ιδέτε,
και οποίον τύχη κ’ εύρετε κρυμμένον, πιάσετέ τον.
(Εξέρχονται ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ τινες).
Τι θέαμα ελεεινόν! Ο Πάρης σκοτωμένος,
κ’ αιματωμένη και ζεστή ακόμ’ η Ιουλιέτα,
ενώ προ δύο ημερών ετάφηκ’ εδώ κάτω! —
Τρέξε στου πρίγκηπος εσύ, και συ στου Καπουλέτου,
συ κράξε τους Μοντέκιδες. ‘Σ τους τάφους ας σκαλίζουν
οι άλλοι.
(Εξέρχονται έτεροι ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ).
Εδώ έγινεν όλος αυτός ο θρήνος,
και έχομεν να μάθωμεν το διατί να γίνη.
(Επιστρέφουσι ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ τινές μετά του ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ).
Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Τον ηύρα εις τα μνήματα· ο δούλος του Ρωμαίου.
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Φυλάγετέ τον. Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ’ αργήση.
(Επιστρέφουσι έτεροι ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ μετά του ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ).
Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει,
κι’ αναστενάζει. Έφευγε απ’ το νεκροταφείον
και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην.
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον.
Εισέρχεται ο ΠΡΙΓΚΗΨ μετά της συνοδείας του).
ΠΡΙΓΚΗΨ
Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη,
κ’ ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας;
(Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ και έτεροι).
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Τι είν’ η τόση ταραχή και το κακόν;
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
‘Σ τους δρόμους
τρέχει ο κόσμος· μερικοί φωνάζουν ο Ρωμαίος,
του Πάρη άλλοι τ’ όνομα, και άλλοι Ιουλιέτα!
Και όλοι τρέχουν με φωναίς προς το ‘δικόν μας μνήμα.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Τι είν’ αυτό το άκουσμα το φοβερόν;
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Αυθέντα,
μαχαιρωμένος είν’ εδώ ο Πάρης, κι’ ο Ρωμαίος
αποθαμμένος, και ζεστή και νεοσκοτωμένη
η Ιουλιέτα, που προχθές ετάφηκ’ εδώ κάτω.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Κυττάξετε να εύρετε πώς έγιναν οι φόνοι.
Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
Ένας καλόγηρος ιδού, κι’ ο δούλος του Ρωμαίου.
Είχαν ‘ς τα χέρια σίδερα, κατάλληλα ν’ ανοίξουν
τους τάφους τούτους των νεκρών.
ΚΑΠΟΥΛΕΤ0Σ
Ω ουρανέ! — Γυναίκα,
ιδέ την κόρην μας εδώ, το αίμα της πώς τρέχει!
Ω! το μαχαίρι έσφαλε. Να η σωστή του θήκη.
Αντί εδώ εις το πλευρόν να έμβη του Μοντέκη,
στης θυγατρός μας άδικα εχώθηκε το στήθος!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
Αχ! Είν’ αυτό το θέαμα νεκρώσιμη καμπάνα,
που τα πικρά μου γηρατειά τα οδηγεί ‘ς τον τάφον!
(Εισέρχεται ο ΜΟΝΤΕΚΗΣ και Έτεροι).
ΠΡΙΓΚΗΨ
Έλα, Μοντέκη· πρόωρα σ’ εξύπνησαν, καϋμένε,
εδώ να εύρης πρόωρα τον υιόν σου κοιμισμένον.
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Ω άρχον, η γυναίκα μου πέθανεν απόψε·
του εξορίστου της παιδιού την έφαγεν η λύπη.
Ποία καινούρια συμφορά με κατατρέχει πάλιν;
ΠΡΙΓΚΗΨ
Κύτταξ’ εδώ να την ιδής.
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Κακοαναθρεμμένε,
απ’ τον πατέρα σου εμπρός ‘ς τον τάφον καταιβαίνεις;
ΠΡΙΓΚΗΨ
Ησύχασε, και πρόσμεινε να καθαρίσω πρώτα
το σκότος τούτο το πυκνόν, να μάθω την αιτίαν,
την κεφαλήν, και την πηγήν αυτής της παραζάλης.
Τότε θα γίνω αρχηγός πρώτος εγώ των θρήνων,
κι’ ανοίγω εις την λύπην σας τον δρόμον του θανάτου·
αλλ’ έως τότ’ υπομονή. — Οι ένοχοι πού είναι;
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ο πλέον ύποπτος ιδού, κι’ άν ένοχος δεν ήμαι.
Αλλά μου καταμαρτυρούν η ώρα και ο τόπος,
κ’ επάνω μου του φονικού την υποψίαν στρέφουν.
Εγώ, αθώος κ’ ένοχος, ιδού εμπρός σου στέκω,
να ‘πώ την καταδίκην μου και την αθώωσίν μου.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Ειπέ μου γρήγορα λοιπόν εκείνο που γνωρίζεις.
ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
Ολίγα λόγια θα ειπώ· ‘λίγη ζωή μου μένει,
κι’ ούτ’ ημπορώ (κι αν ήθελα) να τα μακρολογήσω.
Η Ιουλιέτα σύζυγον τον είχε τον Ρωμαίον,
αυτόν που βλέπετε νεκρόν. Και την νεκράν εκείνην
πιστήν γυναίκα κι’ ακριβήν την είχεν ο Ρωμαίος.
Εγώ τους εστεφάνωσα, εγώ. Και την ημέραν
του γάμου των του μυστικού απέθαν’ ο Τυβάλτης.
Ο άκαιρός του θάνατος εστάθηκεν αιτία
εξωρισμένος ο γαμβρός από εδώ να φύγη.
Αυτόν η νέα έκλαιε και όχι τον Τυβάλτην
(Προς τον Καπουλέτον).
και με σκοπόν την λύπην της εσύ να ξερριζώσης,
την ηρραβώνισες ευθύς, και να την στεφανώσης
διά της βίας ήθελες αμέσως με τον Πάρην.
Απελπισμένη έτρεξεν εκείνη και με ηύρε,
κ’ εγύρευε βοήθειαν, και τρόπον να γλυττώση
από τον δεύτερον αυτόν τον γάμον, ή αλλέως
εις το κελλί μου ήθελε να σκοτωθή εμπρός μου.
Τότε κ’ εγώ, που των φυτών τα μυστικά γνωρίζω,
της έδωσα ναρκωτικόν. Το αποτέλεσμά του
επέτυχε ‘ς το σώμα της, καθώς της το προείπα,
και του θανάτου την μορφήν την έκαμε να λάβη.
Εν τούτοις τον εμήνυσα να έλθη τον Ρωμαίον
αυτήν την νύκτα την φρικτήν, και να την περιλάβη
από τον τάφον της εδώ τον δανεικόν, την ώραν
που έμελλεν η δύναμις του ιατρικού να παύση.
Πλην έτυχεν εμπόδιον, κι’ αντί αυτός να λάβη
τα γράμματά μου, χθες αργά ο πάτερ Ιωάννης
οπίσω μου τα έφερε. Και τότε μοναχός μου,
την ώραν που επρόσμενα η νέα να ξυπνήση,
ήλθα απ’ τον τάφον μυστικά να την ελευθερώσω,
κ’ εις το κελλί εσκόπευα να την κρατώ κρυμμένην,
έως να στείλω μήνυμα και πάλιν ‘ς τον Ρωμαίον.
Αλλ’ όταν έφθασα εδώ, λεπτά ολίγα μόλις
πριν να την εύρω ξυπνητήν, τους ηύρα και τους δύο,
τον Πάρην τον ενάρετον και τον πιστόν Ρωμαίον,
αποθαμμένους καταγής. Εξύπνησε κ’ εκείνη,
κ’ ενώ να φύγη απ’ εδώ την επαρακαλούσα,
κ’ εις του Θεού τους ορισμούς υποταγήν να δείξη,
μ’ εξίππασεν ο θόρυβος κ’ εβγήκ’ από το μνήμα.
Εκείνη δεν ηθέλησε να με ακολουθήση,
κι’ απελπισμένη, φαίνεται, ‘σκοτώθηκε μονάχη.
Αυτά γνωρίζω. — Ήξευρε τα στεφανώματά της
η παραμάνα της. — Εάν εις όλα τούτα πταίω,
ας παιδευθώ. Ο Νόμος σου ο αυστηρός ας κόψη
ολίγον πριν της ώρας των τα γέρικά μου χρόνια.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Δι’ άνθρωπον ενάρετον και άγιον σε είχα.
Τι άλλο έχει να ειπή ο δούλος του Ρωμαίου;
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
Εις τον αυθέντην μου εγώ της Ιουλιέτας είπα
τον θάνατον. Την Μάντουαν παραίτησεν αμέσως
κ’ ήλθεν εδώ βιαστικός, ‘ς αυτόν εδώ τον τάφον.
Το γράμμα τούτο μ’ έδωσε να δώσω του πατρός του·
να τραβηχθώ μ’ επρόσταξε, να τον αφήσω μόνον
αλλέως μ’ φοβέρισε να κόψη την ζωήν μου.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Δος μου το γράμμα. Θα ιδώ τι γράφει του πατρός του.
Πού είναι και ο άνθρωπος του Πάρη; Φέρετέ τον. —
Ειπέ μου συ· τι έκαμεν εδώ ο κύριος σου;
Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
Έφερε άνθη στης νεκράς το μνήμα να σκορπίση,
κ’ επρόσταξε παράμερα εγώ να περιμένω.
Εκεί που επερίμενα, είδα και ήλθεν ένας·
φως εκρατούσε, κ’ ήθελε το μνήμα να τ’ ανοίξη·
κι ο κύριος μου ώρμησε με το σπαθί ‘ς το χέρι.
Αμέσως έτρεξα κ’ εγώ τους φύλακας να κράξω.
ΠΡΙΓΚΗΨ
Το γράμμα του του μοναχού τα λόγια βεβαιώνει.
Τον γάμον, την αγάπην του, τον θάνατον της γράφει,
και λέγει πως ηγόρασε ‘ς την Μάντουαν φαρμάκι,
και ήλθεν, εις τον τάφον της επάνω ν’ αποθάνη,
κ’ εδώ κι’ αυτός ν’ αναπαυθή κοντά ‘ς την Ιουλιέταν.
Αυτοί που είναι, οι εχθροί; — Μοντέκη, Καπουλέτε!
Ιδέτε πώς την έχθραν σας ο Ουρανός παιδεύει·
εξολοθρεύει ο Θεός μ’ αγάπην την χαράν σας!
Κ’ εγώ, εγώ που έκλεισα ‘ς την έχθραν σας τα ‘μάτια
έχασα δύο συγγενείς. Οι πάντες τιμωρούνται!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Δος μου το χέρι σου εδώ, ω αδελφέ Μοντέκη.
Ιδού το προικοσύμφωνον της κόρης μου. Τι άλλο
να σου ζητήσω ημπορώ;
ΜΟΝΤΕΚΗΣ
Εγώ θα δώσω κι’ άλλο.
Από χρυσάφι καθαρόν θα στήσω τ’ άγαλμα της,
ώστε ενόσω εις την γην Βερώνα θα υπάρχη,
της Ιουλιέτας της πιστής να σώζεται η μνήμη,
και τ’ όνομά της ακριβόν κι’ αγαπητόν να μένη!
ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
Χρυσόν κοντά της τ’ άγαλμα θα στήσω του Ρωμαίου.
Άδικα θύματα κ’ οι δυο της παλαιάς μας έχθρας!
ΠΡΙΓΚΗΨ
Αυτά τα ‘ξημερώματα ειρήνην μαύρην φέρνουν.
Ο ήλιος απ’ την λύπην του το πρόσωπόν του κρύπτει.
Πηγαίνωμεν. Θα έχωμεν πολύ συχνά αιτίαν
να ομιλούμεν δι αυτά τα θλιβερά συμβάντα.
Θα συγχωρήσω μερικούς· θα παιδευθούν οι άλλοι(54).
Δεν εξανέγεινε ποτέ τόσος καϋμός και θρήνος,
‘σαν τον ‘δικόν σας τον καϋμόν, Ρωμαίε, Ιουλιέτα!
(Εξέρχονται).
Mikhail-Vrubel-Romeo and Juliet.-1896