᾽Εσένα, τὸν κιθαριστὴ τὸν κοσμοξακουσμένο
θὰ ψάλω τοῦ τρανοῦ Διός, ᾽Εσένα τὸ βλαστάρι,
τὰ λόγια Σου τ’ ἀθάνατα θὰ τραγουδήσω ἐκεῖνα,
ποὺ φανερώνεις, ὦ Θεέ,
γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ὅλουςκοντὰ
στὸ χιονοστέφανο τὸ βράχο ! Θὰ κηρύξω
τὸν μαντικὸ τὸν τρίποδα, ποὺ ὥρμησες καὶ πῆρες,
τὸν τρίποδα, ποὺ ὁ δράκοντας ὁ ἐπίβουλος κρατοῦσε
σφυρίζοντας, ἀλύπητος· καὶ πῶς μὲ τὸ δοξάρι
τοῦ τρύπησες τὸ παρδαλό, τὸ στριφογυρισμένο
κορμί ! Καὶ πῶς ἐκράτησες παράλυτο μπροστὰ Σου,
μ’ ὅλη του τὴν παλληκαριά, τὸν ἄπιστο Γαλάτη!
Τοῦ βροντεροῦ Διὸς ᾽Εσεῖς πανώριες θυγατέρες,
ποὺ ὁρίζετε πυκνόδεντρο τὸν ῾Ελικῶνα, ἐλᾶτε,
καὶ μὲ τραγούδια καὶ χοροὺς ὑμνεῖτε, διαλαλεῖτε
τ’ ἀδέρφι σας τὸ θεϊκό, τὸ χρυσομάλλη Φοῖβο.
Ἀπάνου κεῖ στοῦ Παρνασσοῦ τοὺς δίκορφους τοὺς θρόνους,
στὰ κρουσταλλένια τὰ νερὰ τῆς Κασταλίας προβάλλει
ἀνάμεσα στὰ Δελφικὰ τὰ πανηγύρια Ἀφέντης
τοῦ φημισμένου αὐτοῦ βουνοῦ, τοῦ μαντικοῦ τοῦ βράχου.
Καὶ χαῖρε, ὦ πολυδόξαστη μεγάλη χώρα, Ἀθήνα,
τῆς πολεμόχαρης θεᾶς λάτρισσα, ριζωμένη
σὲ γῆν ἀπάνου ἀσάλευτη γι’ αὐτή σου τὴν λατρεία !
Ὁ ῞Ηφαιστος καὶ ἀραβικὸ θυμίαμα σοκρπίζει
ψηλὰ – ψηλὰ ὢς τὸν ῎Ολυμπο μαζὶ μὲ τὴ φωτιά Του.
Χίλια λαλήματα κι ὁ αὐλὸς ὁ λυγερὸς κυλάει,
ὕμνους κι ἡ γλυκερόφωνη χρυσῆ κιθάρα ἁπλώνει·
Τῶν Ἀθηναίων ὁ λαός, Θεέ, σὲ προσκυνάει.